κατατροπώνομαι

κατατροπώνομαι
κατατροπώνομαι, κατατροπώθηκα, κατατροπωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επανατρέπω — ἐπανατρέπω (Α) 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. παθ. μτφ. κατατροπώνομαι 3. επανέρχομαι, ξαναγυρίζω …   Dictionary of Greek

  • ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ποινοστροβούμαι — έομαι, Α (για στρατό) τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + στρόβος «συστροφή, περιστροφή, δίνη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”